Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bóccola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbokkola]

1 πόρπη
2 κόπιτσα
3 κιβώτιο άξονα
4 πλαστική ροδέλα αγωγού
5 αφαλός τροχού
6 κυλινδρική επίστρωση στηρίγματος
7 τριβέας άξονα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bocciolo boccolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bocciato (αρσ. επίθ και ουσ)
bocciatura (θηλ.ουσ)
boccio (ουσ αρσ )
bocciofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
bocciolo (ουσ αρσ )
boccola (θηλ.ουσ)
boccolo (ουσ αρσ )
bocconcino (ουσ αρσ )
boccone (ουσ αρσ )
bocconi (επίρ.)
bodoniano (επίθ.)
boero (αρσ. επίθ και ουσ)
bofonchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
boh (επιφ.)
boheme (θηλ.ουσ)
boia (αρσ. επίθ και ουσ)
boiardo (ουσ αρσ )
boiata (θηλ.ουσ)
boicottaggio (ουσ αρσ )
boicottare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---