Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


boccheggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [bokkedˈʤare]

1 αγγελιάζομαι
2 ψυχομαχώ
3 αγγελοκρούομαι
4 ψυχορραγώ
5 χαροπαλεύω
6 αγκομαχώ
7 μου κόβεται ή αναπνοή
8 αναπνέω δύσκολα
9 λαχανιάζω
10 ξεφυσώ
11 ασθμαίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  boccheggiante bocchetta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

boccascena (ουσ αρσ )
boccata (θηλ.ουσ)
boccetta (θηλ.ουσ)
boccheggiamento (ουσ αρσ )
boccheggiante (επίθ.)
boccheggiare (ρ.αμτβ.)
bocchetta (θηλ.ουσ)
bocchino (ουσ αρσ )
boccia (θηλ.ουσ)
bocciare (ρ. μτβ.)
bocciato (αρσ. επίθ και ουσ)
bocciatura (θηλ.ουσ)
boccio (ουσ αρσ )
bocciofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
bocciolo (ουσ αρσ )
boccola (θηλ.ουσ)
boccolo (ουσ αρσ )
bocconcino (ουσ αρσ )
boccone (ουσ αρσ )
bocconi (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---