Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bócca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbokka]

το στόμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bobista boccaccia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


acqua [θηλ.] in bocca! = κοίτα μη με κάψεις! || in bocca al lupo! = καλή επιτυχία! || respirazione [θηλ.] bocca a bocca = η τεχνητή αναπνοή || togliersi il pane di bocca = δίνω από το υστέρημά μου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bobinare (ρ. μτβ.)
bobinatore (ουσ αρσ )
bobinatrice (θηλ.ουσ)
bobinatura (θηλ.ουσ)
bobista (ουσ αρσ και θηλ.)
bocca (θηλ.ουσ)
boccaccia (θηλ.ουσ)
boccaglio (ουσ αρσ )
boccale (ουσ αρσ )
boccale (επίθ.)
boccaporto (ουσ αρσ )
boccascena (ουσ αρσ )
boccata (θηλ.ουσ)
boccetta (θηλ.ουσ)
boccheggiamento (ουσ αρσ )
boccheggiante (επίθ.)
boccheggiare (ρ.αμτβ.)
bocchetta (θηλ.ουσ)
bocchino (ουσ αρσ )
boccia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---