Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bobinatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bobinaˈtore]

μηχανή περιέλιξης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bobinare bobinatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bob (ουσ αρσ )
bobbia (θηλ.ουσ)
bobbista (ουσ αρσ και θηλ.)
bobina (θηλ.ουσ)
bobinare (ρ. μτβ.)
bobinatore (ουσ αρσ )
bobinatrice (θηλ.ουσ)
bobinatura (θηλ.ουσ)
bobista (ουσ αρσ και θηλ.)
bocca (θηλ.ουσ)
boccaccia (θηλ.ουσ)
boccaglio (ουσ αρσ )
boccale (ουσ αρσ )
boccale (επίθ.)
boccaporto (ουσ αρσ )
boccascena (ουσ αρσ )
boccata (θηλ.ουσ)
boccetta (θηλ.ουσ)
boccheggiamento (ουσ αρσ )
boccheggiante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---