Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bobinatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bobinaˈtura]

1 κουλούριασμα
2 περιέλιγμα
3 περιτύλιξη
4 κουβάριασμα
5 περιέλιξη
6 τύλιγμα
7 τυλιγάδιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bobinatrice bobista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bobbista (ουσ αρσ και θηλ.)
bobina (θηλ.ουσ)
bobinare (ρ. μτβ.)
bobinatore (ουσ αρσ )
bobinatrice (θηλ.ουσ)
bobinatura (θηλ.ουσ)
bobista (ουσ αρσ και θηλ.)
bocca (θηλ.ουσ)
boccaccia (θηλ.ουσ)
boccaglio (ουσ αρσ )
boccale (ουσ αρσ )
boccale (επίθ.)
boccaporto (ουσ αρσ )
boccascena (ουσ αρσ )
boccata (θηλ.ουσ)
boccetta (θηλ.ουσ)
boccheggiamento (ουσ αρσ )
boccheggiante (επίθ.)
boccheggiare (ρ.αμτβ.)
bocchetta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---