Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


blasonàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [blazoˈnato]

1 αριστοκράτης
2 ευγενής
3 ευγενικής καταγωγής άνθρωπος

blasonàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [blazoˈnato]

ευγενικής καταγωγής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  blasfemo blasone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

blandizie (θηλ.ουσ)
blando (επίθ.)
blasfemare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
blasfemo (ουσ αρσ )
blasfemo (επίθ.)
blasonato (ουσ αρσ )
blasonato (επίθ.)
blasone (ουσ αρσ )
blasonista (ουσ αρσ και θηλ.)
blastema (ουσ αρσ )
blastema (θηλ.ουσ)
blastocele (ουσ αρσ )
blastoderma (ουσ αρσ )
blastogenesi (θηλ.ουσ)
blastoma (ουσ αρσ )
blastomero (ουσ αρσ )
blateramento (ουσ αρσ )
blaterare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
blaterone (αρσ. επίθ και ουσ)
blatta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---