Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


blastodèrma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [blastoˈdɛrma]

1 βλαστικό δέρμα
2 βλαστόδερμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  blastocele blastogenesi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

blasone (ουσ αρσ )
blasonista (ουσ αρσ και θηλ.)
blastema (ουσ αρσ )
blastema (θηλ.ουσ)
blastocele (ουσ αρσ )
blastoderma (ουσ αρσ )
blastogenesi (θηλ.ουσ)
blastoma (ουσ αρσ )
blastomero (ουσ αρσ )
blateramento (ουσ αρσ )
blaterare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
blaterone (αρσ. επίθ και ουσ)
blatta (θηλ.ουσ)
blefarite (θηλ.ουσ)
blenda (θηλ.ουσ)
blenorragia (θηλ.ουσ)
blesità (θηλ.ουσ)
bleso (ουσ αρσ )
bleso (επίθ.)
blindaggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---