Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bizzarrìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [biddzarˈria]

1 καπρίτσιο
2 αναποδιά
3 εκκεντρική ιδέα
4 λόξα
5 εκκεντρικότητα
6 ιδιοτροπία
7 παραξενιά
8 ιδιορρυθμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bizza bizzarro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bizantinismo (ουσ αρσ )
bizantinista (ουσ αρσ και θηλ.)
bizantino (ουσ αρσ )
bizantino (επίθ.)
bizza (θηλ.ουσ)
bizzarria (θηλ.ουσ)
bizzarro (επίθ.)
bizzocco (ουσ αρσ )
bizzoso (επίθ.)
blabla, blablà (ονοματ.)
blablablà (ονοματ.)
blandimento (ουσ αρσ )
blandire (ρ. μτβ.)
blandizia (θηλ.ουσ)
blandizie (θηλ.ουσ)
blando (επίθ.)
blasfemare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
blasfemo (ουσ αρσ )
blasfemo (επίθ.)
blasonato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---