ItalianoGreco


blandiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [blandiˈmento]

1 καλόπιασμα
2 λιβανωτός
3 λιβάνισμα
4 κολακεία
5 γαλιφιά
6 γλείψιμο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---