Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbitumatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [bitumaˈtura] 1 ασφάλτωση 2 ασφαλτόστρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |