Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bizantineggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [biddzantinedˈʤare]

1 ψιλολογώ
2 ψιψιρίζω
3 ψειρίζω
4 πολυλογώ
5 βυζαντινολογώ
6 λεπτολογώ
7 απεραντολογώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bizantineggiante bizantinismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bivalente (επίθ.)
bivalenza (θηλ.ουσ)
bivalve (αρσ. επίθ και ουσ)
bivio (ουσ αρσ )
bizantineggiante (επίθ.)
bizantineggiare (ρ.αμτβ.)
bizantinismo (ουσ αρσ )
bizantinista (ουσ αρσ και θηλ.)
bizantino (ουσ αρσ )
bizantino (επίθ.)
bizza (θηλ.ουσ)
bizzarria (θηλ.ουσ)
bizzarro (επίθ.)
bizzocco (ουσ αρσ )
bizzoso (επίθ.)
blabla, blablà (ονοματ.)
blablablà (ονοματ.)
blandimento (ουσ αρσ )
blandire (ρ. μτβ.)
blandizia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---