Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbitórzolo, bitòrzolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [biˈtortsolo], [biˈtɔrtsolo] 1 καμπούρα 2 καρούμπαλο 3 πρήξιμο 4 σπυράκι 5 στίγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |