Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bistécca, bistècca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bisˈtekka], [bisˈtɛkka]

1 η μπριζόλα
2 (hamburgher) το μπιφτέκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bistabilità bistecchiera  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


bistecca [θηλ.] al sangue = η μπριζόλα μισοψημένη || bistecca [θηλ.] ben cotta = η μπριζόλα καλοψημένη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bissare (ρ. μτβ.)
bisso (ουσ αρσ )
bissona (θηλ.ουσ)
bistabile (επίθ.)
bistabilità (θηλ.ουσ)
bistecca (θηλ.ουσ)
bistecchiera (θηλ.ουσ)
bisticciare (ρ.αμτβ.)
bisticciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
bisticcio (ουσ αρσ )
bistrattare (ρ. μτβ.)
bistro (ουσ αρσ )
bisturi (ουσ αρσ )
bisunto (επίθ.)
bit (ουσ αρσ )
bitorzolo (ουσ αρσ )
bitorzoluto (επίθ.)
bitta (θηλ.ουσ)
bitumare (ρ. μτβ.)
bitumatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---