Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bissona  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bisˈsona]

βενετσιάνικη οκτάκωπος (βενετοκρατία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bisso bistabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bisognoso (επίθ.)
bisolfuro (ουσ αρσ )
bisonte (ουσ αρσ )
bissare (ρ. μτβ.)
bisso (ουσ αρσ )
bissona (θηλ.ουσ)
bistabile (επίθ.)
bistabilità (θηλ.ουσ)
bistecca (θηλ.ουσ)
bistecchiera (θηλ.ουσ)
bisticciare (ρ.αμτβ.)
bisticciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
bisticcio (ουσ αρσ )
bistrattare (ρ. μτβ.)
bistro (ουσ αρσ )
bisturi (ουσ αρσ )
bisunto (επίθ.)
bit (ουσ αρσ )
bitorzolo (ουσ αρσ )
bitorzoluto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---