ItalianoGreco


bisognóso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bizoɲˈɲoso], [bizoɲˈɲozo]

1 ταλαίπωρος άνθρωπος
2 άπορος άνθρωπος
3 φτωχός άνθρωπος

bisognóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [bizoɲˈɲoso], [bizoɲˈɲozo]

1 ενδεής
2 φτωχός
3 άπορος
4 πένης
5 ταλαίπωρος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---