Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbisognévole
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bizoɲˈɲevole] 1 φτωχός άνθρωπος 2 άνθρωπος που βρίσκεται σε ανάγκη 3 άπορος άνθρωπος bisognévole επίθετο Προσφορά I.P.A.: [bizoɲˈɲevole] 1 άπορος 2 αναγκαίος 3 που βρίσκεται σε ανάγκη 4 απαραίτητος 5 φτωχός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |