Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbisnipóte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [bizniˈpote] 1 δισέγγονο 2 μικρανήψι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |