Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bislùngo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [bizˈlungo]

επιμήκης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bislaccheria bismalva  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bisettimanale (επίθ.)
bisettrice (θηλ.ουσ)
bisezione (θηλ.ουσ)
bisillabo (επίθ.)
bislaccheria (θηλ.ουσ)
bislungo (αρσ. επίθ και ουσ)
bismalva (θηλ.ουσ)
bismuto (ουσ αρσ )
bisnipote (ουσ αρσ και θηλ.)
bisnonna (θηλ.ουσ)
bisnonno (ουσ αρσ )
bisogna (θηλ.ουσ)
bisognare (ρ. απρ.)
bisognevole (ουσ αρσ )
bisognevole (επίθ.)
bisogno (ουσ αρσ )
bisognoso (ουσ αρσ )
bisognoso (επίθ.)
bisolfuro (ουσ αρσ )
bisonte (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---