Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bisettimanàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,bisettimaˈnale]

1 δισεβδομαδιαίος
2 ο δύο φορές την εβδομάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bisesto bisettrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bisessuale (επίθ.)
bisessualità (θηλ.ουσ)
bisessuato (επίθ.)
bisestile (επίθ.)
bisesto (αρσ. επίθ και ουσ)
bisettimanale (επίθ.)
bisettrice (θηλ.ουσ)
bisezione (θηλ.ουσ)
bisillabo (επίθ.)
bislaccheria (θηλ.ουσ)
bislungo (αρσ. επίθ και ουσ)
bismalva (θηλ.ουσ)
bismuto (ουσ αρσ )
bisnipote (ουσ αρσ και θηλ.)
bisnonna (θηλ.ουσ)
bisnonno (ουσ αρσ )
bisogna (θηλ.ουσ)
bisognare (ρ. απρ.)
bisognevole (ουσ αρσ )
bisognevole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---