Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bisettrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,bisetˈtriʧe]

1 διχοτόμος
2 γραμμή διχοτόμου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bisettimanale bisezione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bisessualità (θηλ.ουσ)
bisessuato (επίθ.)
bisestile (επίθ.)
bisesto (αρσ. επίθ και ουσ)
bisettimanale (επίθ.)
bisettrice (θηλ.ουσ)
bisezione (θηλ.ουσ)
bisillabo (επίθ.)
bislaccheria (θηλ.ουσ)
bislungo (αρσ. επίθ και ουσ)
bismalva (θηλ.ουσ)
bismuto (ουσ αρσ )
bisnipote (ουσ αρσ και θηλ.)
bisnonna (θηλ.ουσ)
bisnonno (ουσ αρσ )
bisogna (θηλ.ουσ)
bisognare (ρ. απρ.)
bisognevole (ουσ αρσ )
bisognevole (επίθ.)
bisogno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---