Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bisessualità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bisessualiˈta]

1 ερμαφροδιτισμός
2 αμφισεξουαλικότητα
3 ανδρογυνισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bisessuale bisessuato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bisecolare (επίθ.)
bisegolo (ουσ αρσ )
bisenso (ουσ αρσ )
bisessuale (ουσ αρσ )
bisessuale (επίθ.)
bisessualità (θηλ.ουσ)
bisessuato (επίθ.)
bisestile (επίθ.)
bisesto (αρσ. επίθ και ουσ)
bisettimanale (επίθ.)
bisettrice (θηλ.ουσ)
bisezione (θηλ.ουσ)
bisillabo (επίθ.)
bislaccheria (θηλ.ουσ)
bislungo (αρσ. επίθ και ουσ)
bismalva (θηλ.ουσ)
bismuto (ουσ αρσ )
bisnipote (ουσ αρσ και θηλ.)
bisnonna (θηλ.ουσ)
bisnonno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---