Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


biségolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,biˈsegolo]

1 αστός με σοφιστικέ τρόπους
2 κομπιναδόρος
3 αστός κομψός
4 έξυπνος απατεώνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bisecolare bisenso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

biscugina (θηλ.ουσ)
biscugino (ουσ αρσ )
bisdrucciolo (επίθ.)
bisecare (ρ. μτβ.)
bisecolare (επίθ.)
bisegolo (ουσ αρσ )
bisenso (ουσ αρσ )
bisessuale (ουσ αρσ )
bisessuale (επίθ.)
bisessualità (θηλ.ουσ)
bisessuato (επίθ.)
bisestile (επίθ.)
bisesto (αρσ. επίθ και ουσ)
bisettimanale (επίθ.)
bisettrice (θηλ.ουσ)
bisezione (θηλ.ουσ)
bisillabo (επίθ.)
bislaccheria (θηλ.ουσ)
bislungo (αρσ. επίθ και ουσ)
bismalva (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---