Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbisógno, bisògno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [biˈzoɲɲo], [biˈzɔɲɲo] η ανάγκη permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαaver bisogno (necessitare) = χρειάζομαι || aver bisogno di fare qualcosa = έχω ανάγκη να κάνω κάτι || aver bisogno di qualcosa = έχω ανάγκη από κάτι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |