Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbiscròma
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,bisˈkrɔma] 1 νότα 1/32 2 παύση 1/32 permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |