Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbiscaiòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [biskaˈjɔlo] 1 τζογαδόρος 2 κουμαρτζής 3 πονταδόρος 4 χαρτοπαίκτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |