Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bisbocciàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [bizbotˈʧare]

1 γλεντώ
2 διασκεδάζω
3 γλεντοκοπώ
4 ξεφαντώνω
5 πανηγυρίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bisboccia bisboccione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bisbetico (αρσ. επίθ και ουσ)
bisbigliamento (ουσ αρσ )
bisbigliare (ρ. μτβ.)
bisbiglio (ουσ αρσ )
bisboccia (θηλ.ουσ)
bisbocciare (ρ.αμτβ.)
bisboccione (ουσ αρσ )
bisca (θηλ.ουσ)
biscaglina (θηλ.ουσ)
biscaiolo (ουσ αρσ )
biscazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
biscazziere (ουσ αρσ )
bischetto (ουσ αρσ )
biscia (θηλ.ουσ)
biscottare (ρ. μτβ.)
biscotteria (θηλ.ουσ)
biscottificio (ουσ αρσ )
biscottino (ουσ αρσ )
biscotto (αρσ. επίθ και ουσ)
biscroma (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---