Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbisbètico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [bizˈbɛtiko] 1 αναποδιασμένος 2 κακότροπος 3 ιδιότροπος 4 δύστροπος 5 αναποδιάρης 6 στραβόξυλο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |