Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bis
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbis]

το μπιζάρισμα

bis
επιφώνημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈbis]

κι άλλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  birro bisaccia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare il bis = μπιζάρω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

biroccio (ουσ αρσ )
birra (θηλ.ουσ)
birraio (ουσ αρσ )
birreria (θηλ.ουσ)
birro (ουσ αρσ )
bis (αρσ. επίθ και ουσ)
bis (επιφ.)
bisaccia (θηλ.ουσ)
bisante (ουσ αρσ )
bisantino (αρσ. επίθ και ουσ)
Bisanzio (κύρ.όν. θηλ.)
bisava (θηλ.ουσ)
bisavo (ουσ αρσ )
bisavola (θηλ.ουσ)
bisavolo (ουσ αρσ )
bisbetico (αρσ. επίθ και ουσ)
bisbigliamento (ουσ αρσ )
bisbigliare (ρ. μτβ.)
bisbiglio (ουσ αρσ )
bisboccia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---