Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbis
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbis] το μπιζάρισμα bis επιφώνημα Προσφορά I.P.A.: [ˈbis] κι άλλο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfare il bis = μπιζάρω Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |