Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbirràio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [birˈrajo] 1 ζυθοποιός 2 ιδιοκτήτης μπιραρίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |