Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


birbanteggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [birbantedˈʤare]

κάνω κατεργαριές (χρησιμοποίησε καλύτερα το birboneggiare)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  birbante birbanteria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

biposto (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
birba (θηλ.ουσ)
birbaccione (ουσ αρσ )
birbantaggine (θηλ.ουσ)
birbante (ουσ αρσ και θηλ.)
birbanteggiare (ρ.αμτβ.)
birbanteria (θηλ.ουσ)
birbantesco (επίθ.)
birbonaggine (θηλ.ουσ)
birbonata (θηλ.ουσ)
birbone (αρσ. επίθ και ουσ)
birboneggiare (ρ.αμτβ.)
birboneria (θηλ.ουσ)
birbonesco (επίθ.)
bireattore (επίθ.)
bireme (θηλ.ουσ)
biribissi (ουσ αρσ )
birichinata (θηλ.ουσ)
birichino (ουσ αρσ )
birichino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---