Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbirbanteggiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [birbantedˈʤare] κάνω κατεργαριές (χρησιμοποίησε καλύτερα το birboneggiare) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |