Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bipósto  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,biˈposto]

διθέσιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bipolo birba  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bipenne (θηλ. επίθ και ουσ)
biplano (ουσ αρσ )
bipolare (επίθ.)
bipolarità (θηλ.ουσ)
bipolo (ουσ αρσ )
biposto (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
birba (θηλ.ουσ)
birbaccione (ουσ αρσ )
birbantaggine (θηλ.ουσ)
birbante (ουσ αρσ και θηλ.)
birbanteggiare (ρ.αμτβ.)
birbanteria (θηλ.ουσ)
birbantesco (επίθ.)
birbonaggine (θηλ.ουσ)
birbonata (θηλ.ουσ)
birbone (αρσ. επίθ και ουσ)
birboneggiare (ρ.αμτβ.)
birboneria (θηλ.ουσ)
birbonesco (επίθ.)
bireattore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---