Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbipènne, bipénne
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [biˈpɛnne], [biˈpenne] άξονας με δύο ελεύθερα άκρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |