Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bìrba  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbirba]

1 κατεργαριά
2 πανουργία
3 αλιτήριος
4 κατεργάρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  biposto birbaccione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

biplano (ουσ αρσ )
bipolare (επίθ.)
bipolarità (θηλ.ουσ)
bipolo (ουσ αρσ )
biposto (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
birba (θηλ.ουσ)
birbaccione (ουσ αρσ )
birbantaggine (θηλ.ουσ)
birbante (ουσ αρσ και θηλ.)
birbanteggiare (ρ.αμτβ.)
birbanteria (θηλ.ουσ)
birbantesco (επίθ.)
birbonaggine (θηλ.ουσ)
birbonata (θηλ.ουσ)
birbone (αρσ. επίθ και ουσ)
birboneggiare (ρ.αμτβ.)
birboneria (θηλ.ουσ)
birbonesco (επίθ.)
bireattore (επίθ.)
bireme (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---