Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


biofìsica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,bioˈfizika]

βιοφυσική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bioelettronica biofisico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

biodistruggibile (επίθ.)
biodo (ουσ αρσ )
bioelettricità (θηλ.ουσ)
bioelettrico (επίθ.)
bioelettronica (θηλ.ουσ)
biofisica (θηλ.ουσ)
biofisico (ουσ αρσ )
biofisico (επίθ.)
biogenesi (θηλ.ουσ)
biogenetico (επίθ.)
biogenia (θηλ.ουσ)
biogeno (αρσ. επίθ και ουσ)
biogeografia (θηλ.ουσ)
biografia (θηλ.ουσ)
biografico (επίθ.)
biografo (ουσ αρσ )
bioingegnere (ουσ αρσ )
bioingegneria (θηλ.ουσ)
biologia (θηλ.ουσ)
biologico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---