Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


biódo, biòdo
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbjodo], [ˈbjɔdo]

1 σκίνος
2 βούρλο
3 πάπυρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  biodistruggibile bioelettricità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

biodegradabile (επίθ.)
biodegradabilità (θηλ.ουσ)
biodegradarsi (ρ.μ. (αντων.))
biodegradazione (θηλ.ουσ)
biodistruggibile (επίθ.)
biodo (ουσ αρσ )
bioelettricità (θηλ.ουσ)
bioelettrico (επίθ.)
bioelettronica (θηλ.ουσ)
biofisica (θηλ.ουσ)
biofisico (ουσ αρσ )
biofisico (επίθ.)
biogenesi (θηλ.ουσ)
biogenetico (επίθ.)
biogenia (θηλ.ουσ)
biogeno (αρσ. επίθ και ουσ)
biogeografia (θηλ.ουσ)
biografia (θηλ.ουσ)
biografico (επίθ.)
biografo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---