Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


biòccolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbjɔkkolo]

1 φούντα
2 τουλούπα
3 νιφάδα
4 τούφα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  biocatalizzatore bioccoluto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

binomiale (επίθ.)
binomio (αρσ. επίθ και ουσ)
bioastronautica (θηλ.ουσ)
bioastronautico (επίθ.)
biocatalizzatore (ουσ αρσ )
bioccolo (ουσ αρσ )
bioccoluto (επίθ.)
biochimica (θηλ.ουσ)
biochimico (ουσ αρσ )
biochimico (επίθ.)
bioclimatico (επίθ.)
bioclimatologia (θηλ.ουσ)
biocontaminazione (θηλ.ουσ)
bioculare (επίθ.)
biodegradabile (επίθ.)
biodegradabilità (θηλ.ουσ)
biodegradarsi (ρ.μ. (αντων.))
biodegradazione (θηλ.ουσ)
biodistruggibile (επίθ.)
biodo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---