Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bìndolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbindolo]

1 τυλιχτάρι
2 τροχός με κουβάδες (για άντληση νερού)
3 μαγκάνι
4 μάγκανο
5 μηχανή ανέλκυσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  binda binocolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bimotore (επίθ.)
binaria (θηλ.ουσ)
binario (ουσ αρσ )
binario (επίθ.)
binda (θηλ.ουσ)
bindolo (ουσ αρσ )
binocolo (ουσ αρσ )
binoculare (επίθ.)
binomiale (επίθ.)
binomio (αρσ. επίθ και ουσ)
bioastronautica (θηλ.ουσ)
bioastronautico (επίθ.)
biocatalizzatore (ουσ αρσ )
bioccolo (ουσ αρσ )
bioccoluto (επίθ.)
biochimica (θηλ.ουσ)
biochimico (ουσ αρσ )
biochimico (επίθ.)
bioclimatico (επίθ.)
bioclimatologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---