Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbìndolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbindolo] 1 τυλιχτάρι 2 τροχός με κουβάδες (για άντληση νερού) 3 μαγκάνι 4 μάγκανο 5 μηχανή ανέλκυσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |