Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bìnda  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbinda]

γρύλος (αυτοκινήτου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  binario bindolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bimotore (ουσ αρσ )
bimotore (επίθ.)
binaria (θηλ.ουσ)
binario (ουσ αρσ )
binario (επίθ.)
binda (θηλ.ουσ)
bindolo (ουσ αρσ )
binocolo (ουσ αρσ )
binoculare (επίθ.)
binomiale (επίθ.)
binomio (αρσ. επίθ και ουσ)
bioastronautica (θηλ.ουσ)
bioastronautico (επίθ.)
biocatalizzatore (ουσ αρσ )
bioccolo (ουσ αρσ )
bioccoluto (επίθ.)
biochimica (θηλ.ουσ)
biochimico (ουσ αρσ )
biochimico (επίθ.)
bioclimatico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---