ItalianoGreco


bilióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [biˈljoso], [biˈljozo]

1 οξύθυμος
2 δύστροπος
3 ευερέθιστος
4 ευέξαπτος
5 χολικός
6 θυμωμένος
7 αράθυμος
8 χολωμένος
9 τσαντίλας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---