Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bilióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [biˈljoso], [biˈljozo]

1 οξύθυμος
2 δύστροπος
3 ευερέθιστος
4 ευέξαπτος
5 χολικός
6 θυμωμένος
7 αράθυμος
8 χολωμένος
9 τσαντίλας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bilione bilirubina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bilineare (επίθ.)
bilingue (θηλ.ουσ)
bilingue (επίθ.)
bilinguismo (ουσ αρσ )
bilione (ουσ αρσ )
bilioso (επίθ.)
bilirubina (θηλ.ουσ)
biliverdina (θηλ.ουσ)
bilobato (επίθ.)
bilustre (επίθ.)
bimano (επίθ.)
bimba (θηλ.ουσ)
bimbo (ουσ αρσ )
bimensile (επίθ.)
bimestrale (επίθ.)
bimestre (ουσ αρσ )
bimetallico (επίθ.)
bimetallismo (ουσ αρσ )
bimetallista (ουσ αρσ και θηλ.)
bimetallo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---