bìlico
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈbiliko]
1 αιώρηση
2 σημείο στήριξης και περιστροφής
3 λεπτή ισορροπία
4 ασταθής ισορροπία
5 αβεβαιότητα
6 στροφέας
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈbiliko]
1 αιώρηση
2 σημείο στήριξης και περιστροφής
3 λεπτή ισορροπία
4 ασταθής ισορροπία
5 αβεβαιότητα
6 στροφέας
permalink
bilico (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android