Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbigotterìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [bigotteˈria] 1 φανατισμός 2 θρησκομανία 3 υποκρισία 4 θρησκοληψία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |