Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbignè
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [biɲˈɲɛ] 1 σου (γλυκό) 2 μπινελίκι (γλυκό) 3 λουκουμάς 4 σβίγκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |