Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bigliettàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [biʎʎetˈtajo]

ο εισιτηριοπώλης, ο εισπράκτορας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bigliardo biglietteria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bighelloni (επίρ.)
bigio (αρσ. επίθ και ουσ)
bigiotteria (θηλ.ουσ)
biglia (θηλ.ουσ)
bigliardo (ουσ αρσ )
bigliettaio (ουσ αρσ )
biglietteria (θηλ.ουσ)
biglietto (ουσ αρσ )
bignè (ουσ αρσ )
bigodino (ουσ αρσ )
bigoncia (θηλ.ουσ)
bigoncio (ουσ αρσ )
bigotta (θηλ.ουσ)
bigotteria (θηλ.ουσ)
bigottismo (ουσ αρσ )
bigotto (ουσ αρσ )
bigotto (επίθ.)
bijou (ουσ αρσ )
bikini (ουσ αρσ )
bilabiale (θηλ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---