Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bifórme  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,biˈforme]

1 δίμορφος
2 συνδυάζων ποιότητα 2 τύπων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  biforcuto bifronte  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

biforcare (ρ. μτβ.)
biforcarsi (ρ. μ. αμτβ.)
biforcatura (θηλ.ουσ)
biforcazione (θηλ.ουσ)
biforcuto (επίθ.)
biforme (επίθ.)
bifronte (αρσ. επίθ και ουσ)
biga (θηλ.ουσ)
bigamia (θηλ.ουσ)
bigamo (ουσ αρσ )
bigamo (επίθ.)
bigatto (ουσ αρσ )
bigemino (επίθ.)
bighellonare (ρ.αμτβ.)
bighellone (ουσ αρσ )
bighelloni (επίρ.)
bigio (αρσ. επίθ και ουσ)
bigiotteria (θηλ.ουσ)
biglia (θηλ.ουσ)
bigliardo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---