Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbifólco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [biˈfolko] 1 ζευγολάτης 2 γεωργός 3 άξεστος 4 ζευγάς 5 χωριάτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |