Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


biennàle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bienˈnale]

διετής έκθεση

biennàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [bienˈnale]

διετής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  biella bienne  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bidonvia (θηλ.ουσ)
bidonville (θηλ.ουσ)
biecamente (επίρ.)
bieco (επίθ.)
biella (θηλ.ουσ)
biennale (θηλ.ουσ)
biennale (επίθ.)
bienne (επίθ.)
biennio (ουσ αρσ )
bieticoltore (ουσ αρσ )
bieticoltura (θηλ.ουσ)
bietola (θηλ.ουσ)
bietolone (ουσ αρσ )
bietta (θηλ.ουσ)
bifase (επίθ.)
biffa (θηλ.ουσ)
biffare (ρ. μτβ.)
bifido (επίθ.)
bifilare (αρσ. επίθ και ουσ)
bifocale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---