Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bidonvìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bidonˈvia]

1 συρματόσχοινο
2 γλίστρα τροχαλίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bidonista bidonville  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bidimensionale (επίθ.)
bidonare (ρ. μτβ.)
bidonata (θηλ.ουσ)
bidone (ουσ αρσ )
bidonista (ουσ αρσ και θηλ.)
bidonvia (θηλ.ουσ)
bidonville (θηλ.ουσ)
biecamente (επίρ.)
bieco (επίθ.)
biella (θηλ.ουσ)
biennale (θηλ.ουσ)
biennale (επίθ.)
bienne (επίθ.)
biennio (ουσ αρσ )
bieticoltore (ουσ αρσ )
bieticoltura (θηλ.ουσ)
bietola (θηλ.ουσ)
bietolone (ουσ αρσ )
bietta (θηλ.ουσ)
bifase (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---