Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bicolóre  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [bikoˈlore]

δίχρωμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bicocca bicomando  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bicipitale (επίθ.)
bicipite (ουσ αρσ )
bicipite (επίθ.)
bicloruro (ουσ αρσ )
bicocca (θηλ.ουσ)
bicolore (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
bicomando (επίθ.)
biconcavo (επίθ.)
biconico (επίθ.)
biconvesso (επίθ.)
bicorne (θηλ. επίθ και ουσ)
bicornia (θηλ.ουσ)
bicorno (ουσ αρσ )
biculturale (επίθ.)
biculturalismo (ουσ αρσ )
bicuspide (επίθ.)
bidè (ουσ αρσ )
bidella (θηλ.ουσ)
bidello (ουσ αρσ )
bidente (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---