Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


biciclétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [biʧiˈkletta]

το ποδήλατο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bici biciclo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


andare in bicicletta = κάνω ποδήλατο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bicchiere (ουσ αρσ )
bicchierino (ουσ αρσ )
bicefalo (επίθ.)
bicentenario (αρσ. επίθ και ουσ)
bici (θηλ.ουσ)
bicicletta (θηλ.ουσ)
biciclo (ουσ αρσ )
bicilindrico (επίθ.)
bicipitale (επίθ.)
bicipite (ουσ αρσ )
bicipite (επίθ.)
bicloruro (ουσ αρσ )
bicocca (θηλ.ουσ)
bicolore (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
bicomando (επίθ.)
biconcavo (επίθ.)
biconico (επίθ.)
biconvesso (επίθ.)
bicorne (θηλ. επίθ και ουσ)
bicornia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---