Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbicchieràta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [bikkjeˈrata] 1 ένας γύρος με ποτά 2 ποσότητα ενός ποτηριού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |